μονοσακχαρίτες

μονοσακχαρίτες
Οργανικές ενώσεις της τάξης των υδατανθράκων. Οι μ. που συναντιούνται στη φύση περιέχουν πέντε ή έξι άτομα άνθρακα (πεντόζες ή εξόζες) και έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ή κετονική ομάδα, μαζί με αλκοολικές ομάδες. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, με γλυκιά γεύση και διαλυτές στο νερό. Μ. με έξι άτομα άνθρακα είναι η γλυκόζη, η γαλακτόζη, η φρουκτόζη κλπ.· με πέντε άτομα άνθρακα είναι η ριζόζη, η αραβινόζη κλπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • αλδοεξόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις οι οποίες ανήκουν στους μονοσακχαρίτες: περιέχουν μια αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) και πέντε υδροξύλια ( ΟΗ). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldohexose < ald (< aldehyde, «αλδεΰδη» πρβλ. αλδεΰδες) + …   Dictionary of Greek

  • αλδολάση — Ένζυμο της σειράς της γλυκόλυσης που καταλύει τις αντιδράσεις, στις οποίες ένας μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη) μετατρέπεται σε δύο μονοσακχαρίτες με 3 άτομα άνθρακα (τριόζες). * * * η βιοχ. λέγεται και αλδολάση τής 1, 6 διφωσφορικής… …   Dictionary of Greek

  • αλδοπεντόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις (μονοσακχαρίτες) που περιέχουν μια αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) και τέσσερα υδροξύλια ( ΟΗ). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. āldōpentose(s) < ald(o) (< aldehyde, «αλδεΰδη», πρβλ. αλδεΰδες) + pentoses …   Dictionary of Greek

  • αλδοτετρόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις (μονοσακχαρίτες), οι οποίες περιέχουν μια αλδεΰδομάδα ( CH = Ο) και τρία υδροξύλια ( ΟΗ) …   Dictionary of Greek

  • αλδόζες — Οργανικές ενώσεις τύπου (CH2Ο)n που σημαίνει ότι το μόριό τους περιέχει n ομάδες που αναλογούν σε ένα άτομο άνθρακα, δύο υδρογόνου και ένα οξυγόνου, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας εκτός των διαφόρων αλκοολομάδων.… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • μονοσακχαρίτης — ο συν. στον πληθ. οι μονοσακχαρίτες (βιοχ.) καθεμιά από τις βασικές ενώσεις που χρησιμεύουν ως δομικοί λίθοι τών υδατανθράκων, αλλ. απλά σάκχαρα …   Dictionary of Greek

  • πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… …   Dictionary of Greek

  • φρουκτόζη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση, μέλος τής ομάδας τών υδατανθράκων που είναι γνωστοί ως απλά σάκχαρα ή μονοσακχαρίτες, θεωρούμενη ως ο γλυκύτερος από όλους, η οποία απαντά στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση ή, συνηθέστερα, συνοδεύοντας τη γλυκόζη στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”